- συκίζω
- Α [σῡκον](κυρίως το παθ.) συκίζομαιτρέφομαι με σύκα («βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων», Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συκιζομένων — σῡκιζομένων , συκίζω fatten with figs pres part mp fem gen pl σῡκιζομένων , συκίζω fatten with figs pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)